- ασκάντης
- ἀσκάντης, ο (Α)1. φτωχικό στρώμα, ψάθα2. ξυλοκρέβατο για τη μεταφορά νεκρού ή φερέτρου.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ο τ. οφείλεται πιθ. σε παρετυμολογική επίδραση, πρβλ. τον παράλληλο τ. «σκάνθανκράββατον» (Ησύχιος)].
Dictionary of Greek. 2013.