ασκάντης

ασκάντης
ἀσκάντης, ο (Α)
1. φτωχικό στρώμα, ψάθα
2. ξυλοκρέβατο για τη μεταφορά νεκρού ή φερέτρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ο τ. οφείλεται πιθ. σε παρετυμολογική επίδραση, πρβλ. τον παράλληλο τ. «σκάνθαν
κράββατον» (Ησύχιος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀσκάντης — pallet masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσκάνται — ἀσκάντης pallet masc nom/voc pl ἀσκάντᾱͅ , ἀσκάντης pallet masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσκάντην — ἀσκάντης pallet masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσκάντου — ἀσκάντης pallet masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσκάντῃ — ἀσκάντης pallet masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσκάντα — ἀσκάντᾱ , ἀσκάντης pallet masc nom/voc/acc dual ἀσκάντης pallet masc voc sg ἀσκάντᾱ , ἀσκάντης pallet masc gen sg (doric aeolic) ἀσκάντης pallet masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσκάνταν — ἀσκάντᾱν , ἀσκάντης pallet masc acc sg (epic doric aeolic) ἀσκάντης pallet masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”